Βρίσκεστε εδώ: Αρχική Αξιοθεατα Λιμνη Ζαραβινας Πραγματογνωμοσυνες Τεχνικη Γνωμοδοτηση Κουτσογιαννη Δ. (2004)
2. Χαρακτηριστικά της λίμνης και της λεκάνης απορροής
2.1 Φυσικά χαρακτηριστικά
Η λίμνη Ζαραβίνα (βλ. Σχ. 2 και Φωτ. 1) σχηματίζεται σε μια περιοχή που απαντούν ασβεστολιθικά πετρώματα έντονα καρστικοποιημένα. Τα πετρώματα αυτού του τύπου είναι πολύ επιδεκτικά διάβρωσης, αποτέλεσμα της οποίας μπορεί να είναι ποικίλοι υπόγειοι και επιφανειακοί σχηματισμοί, όπως κοιλότητες, σπήλαια, αγωγοί, καταβόθρες, βυθίσματα-δολίνες κ.ά. Τα πετρώματα αυτά επιτρέπουν την κατείσδυση του νερού και στη συνέχεια την υπόγεια αποθήκευση και κυκλοφορία του, το σχηματισμό δηλαδή υπόγειων υδροφορέων. Η παρουσία καρστικοποιημένων ασβεστολιθικών πετρωμάτων συνδυάζεται συχνά, λόγω των ιδιαίτερων γεωμορφολογικών συνθηκών που δημιουργούν, και με την επιφανειακή εμφάνιση λιμνών ή ελών, τα οποία κατά κανόνα επικοινωνούν άμεσα με τα υπόγεια υδάτινα σώματα.
Ειδικότερα, η λίμνη Ζαραβίνα σχηματίζεται σε γεωλογικό υπόβαθρο γυψούχων πετρωμάτων τα οποία είναι διαλυτά από το νερό. Το γεγονός ότι το νερό της λίμνης περιέχει μεγάλες συγκεντρώσεις θειικών ιόντων ενισχύει την άποψη ότι η λίμνη σχηματίστηκε από τη διάλυση γυψούχων πετρωμάτων (Καλλέργης και Λαμπράκης, 1998). Συγκεκριμένα, χημικές αναλύσεις που έγιναν από το ΙΓΜΕ στις 1/2/1991, 22/8/1994, 11/2/1999, 23/2/1999 και 18/3/1999 έδειξαν συγκεντρώσεις θειικών ιόντων 843, 764, 450, 475 και 325 mg/L, αντίστοιχα (Νικολάου και Σαχπάζης, 1999).
Φωτ. 1 Γενική άποψη της λίμνης Ζαραβίνας (προσανατολισμός φωτογραφίας: άνω Βορράς, κάτω Νότος, δεξιά Ανατολή, αριστερά Δύση). Διακρίνεται στο βόρειο όριο της λίμνης η Εθνική Οδός Ιωαννίνων-Κακαβιάς
Σχ. 2 Υδρολογικός και γεωλογικός χάρτης της περιοχής μελέτης. Το σχέδιο αποτελεί αναπαραγωγή και προσαρμογή του γεωλογικού χάρτη που δημοσιεύεται στη μελέτη των Νικολάου και Σαχπάζη (1999) και στηρίζεται σε υπόβαθρα του ΙΓΜΕ (φύλλα χάρτη Δελβινάκιο και Δολιανά). Ο επιφανειακός υδροκρίτης της λεκάνης απορροής (κόκκινη εστιγμένη γραμμή) χαράχτηκε σε συμφωνία με τη μελέτη των Γιακουμάκη και Καπλανίδη (2003).
Η λίμνη έχει εμβαδό 0.3005 km2 (αποτύπωση Αθανασίου, 1989), μέγιστο υψόμετρο στάθμης ελεύθερης επιφάνειας +458 m (= υψόμετρο στέψης υπερχειλιστή, βλ. εδάφιο 2.2), μέγιστο βάθος 32 m* και μέγιστο αποθηκευμένο όγκο νερού 6.3 εκατομμύρια m3 (Γιακουμάκης και Καπλανίδης, 2003).
Η επιφανειακή λεκάνη απορροής της λίμνης έχει γεωλογικό υπόβαθρο κυρίως ασβεστολιθικό και γυψούχο (βλ. Σχ. 2) και έκταση της τάξης των 10 km2. Πιο συγκεκριμένα υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το ακριβές μέγεθος της λεκάνης, το οποίο έχει εκτιμηθεί από 8.6 km2 (Γιακουμάκης και Καπλανίδης, 2003) μέχρι 12.3 km2 (Νικολάου και Σαχπάζης, 1999). Τέτοιες αβεβαιότητες είναι συνήθεις σε καρστικές λεκάνες, αφού δεν μπορεί να γίνει ακριβής χάραξη του υδροκρίτη από χάρτες συνήθους κλίμακας (1:50 000) αλλά απαιτείται λεπτομερής επί τόπου αναγνώριση. Πολύ μεγαλύτερη αβεβαιότητα υπάρχει ως προς τη χάραξη του υπόγειου υδροκρίτη, αφού δεν μπορεί να είναι γνωστή με ακρίβεια η χωρική έκταση και κατεύθυνση των υπόγειων ροών. Έτσι, η πραγματική έκταση μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή και ακόμη μικρότερη από τις παραπάνω τιμές δεδομένου ότι και μέσα στα όρια της λεκάνης που απεικονίζεται στο Σχ. 2 φαίνεται να υπάρχουν βυθίσματα που πιθανόν να συνοδεύονται από άλλες καταβόθρες. Πάντως το ακριβές μέγεθος της λεκάνης δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για το υπό μελέτη πρόβλημα, όπως θα φανεί παρακάτω· η τάξη μεγέθους των 10 km2 αρκεί.
Τα μέγιστα υψόμετρα στο βόρειο και νότιο τμήμα της λεκάνης είναι αντίστοιχα 1.154 και 1.129 m (κορυφές Ρονίτσα και Προφήτης Ηλίας).
Όπως φαίνεται στο Σχ. 2, στη λεκάνη σχηματίζεται ένας αριθμός μισγαγκειών (χαραδρών ή βαθιών γραμμών) στις οποίες, λόγω της γεωμορφολογίας, συγκεντρώνονται και ρέουν όμβρια νερά (άμεση ή πλημμυρική απορροή) κατά τη διάρκεια ισχυρών καταιγίδων. Οι σημαντικότερες από αυτές, που αναφέρονται ως Θειαφόλακκος και Κορτιάς, εντοπίζονται στο νότιο τμήμα της λεκάνης. Από αυτοψία που διενεργήθηκε, προέκυψε ότι η διαδρομή του Θειαφόλακκου καταλήγει στη λίμνη, κάτι που δεν είναι ορατό σε άλλες μισγάγκειες, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Κορτιά. Κατά συνέπεια, κρίσιμης σημασίας για τη μελέτη αυτή είναι το ερώτημα εάν στις μισγάγκειες αυτές, και ιδίως στο Θειαφόλακκο, εκτός της πλημμυρικής απορροής ομβρίων, πραγματοποιείται αέναη ροή επιφανειακού νερού, δηλαδή πηγαίου νερού, η οποία είναι γνωστή στην υδρολογία ως «βασική ροή» και αντιδιαστέλλεται από την πλημμυρική ροή που οφείλεται στα όμβρια νερά. Το ερώτημα αυτό θα εξεταστεί στα επόμενα κεφάλαια.
2.2 Διαχειριστικά χαρακτηριστικά
Η όλη κατάσταση της λίμνης από πλευράς κατασκευών ελέγχου και διαχείρισης δίνει την εικόνα ήπιας παραδοσιακής αξιοποίησης φυσικών πόρων. Κατ’ αρχάς, υπάρχει μια κατασκευή υπερχείλισης στο ανατολικό όριο της λίμνης για τον έλεγχο της ανώτατης στάθμης της (Φωτ. 2). Η τοποθέτηση του έργου αυτού έχει γίνει σε φυσικό αυχένα που και προ της κατασκευής του υπερχειλιστή πρέπει να μην επέτρεπε υπερβολική αύξηση της στάθμης της λίμνης (χωρίς πάντως να είναι γνωστό αν η στέψη του φυσικού αυχένα ήταν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο υψόμετρο).
Στην ίδια πρακτικώς θέση ξεκινά ένας υδραύλακας μέσω του οποίου μπορεί να διοχετευτεί νερό από τη λίμνη προς τις κατάντη περιοχές για άρδευση (Φωτ. 3). Η υδρευτική χρήση του νερού πρέπει να αποκλειστεί λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε θειικά ιόντα (βλ. εδάφιο 2.1).
Φωτ. 2 Το έργο υπερχείλισης, στο ανατολικό όριο της λίμνης, μέσω του οποίου ελέγχεται η ανώτατη στάθμη της λίμνης. Διακρίνεται και το έργο ελέγχου της ροής στον υδραύλακα (ενσωματωμένο στο έργο υπερχείλισης).
Φωτ. 3 Ο υδραύλακας, στο ανατολικό όριο της λίμνης, μέσω του οποίου μπορεί να διοχετευτεί νερό από τη λίμνη προς τις κατάντη περιοχές για άρδευση.
Φωτ. 4 Οι υπάρχουσες εγκαταστάσεις ιχθυοτροφικής εκμετάλλευσης στο ανατολικό όριο της λίμνης Ζαραβίνας (στην περιοχή του έργου υπερχείλισης και του υδραύλακα).
Πέρα από την αρδευτική χρήση, το νερό της λίμνης χρησιμοποιείται για ιχθυοκαλλιέργεια (Φωτ. 4). Όπως προκύπτει από διάφορα στοιχεία (Σιώρος, 2001, σ. 24) η ιχθυοκαλλιεργητική δραστηριότητα ασκείται από πολύ παλιά και περιλαμβάνει τον εμπλουτισμό της λίμνης με γόνο, πράγμα που δείχνει ότι το φυσικό οικοσύστημα της λίμνης δεν μπορεί από μόνο του να παραγάγει εκμεταλλεύσιμες ποσότητες ψαριών. Σύμφωνα με στοιχεία που επικαλούνται οι Σιώρος και Μπούκας (1997), η αλιευτική ικανότητα της λίμνης είναι περιορισμένη και τα συνολικά έσοδα ετησίως δεν ξεπερνούν τις 200.000 δραχμές (χωρίς να διευκρινίζεται σε τι ακριβώς αντιστοιχεί το ποσό αυτό) και κατά συνέπεια η οικονομική αξία της λίμνης δεν ξεπερνά τα 20.000.000 δραχμές. Κατά μια άλλη διατύπωση, η οποία προκύπτει από μαρτυρική κατάθεση (Σιώρος, 2001, σσ. 34-35) «η λίμνη αυτή δεν μπορεί να διαθρέψει με τα ψάρια πολύ κόσμο, ούτε είναι για πολλούς επαγγελματίες παρά μόνο για ένα».
Σημειώνεται, ωστόσο, ότι το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο έχει πολύ διαφορετική εκτίμηση για την οικονομική αξία της λίμνης. Συγκεκριμένα, στην αγωγή του (Γεωργάκης, 1996) αναφέρει ότι «η αξία της επιδίκου λίμνης ανέρχεται σήμερον εις 500.000.000 δρχ.», χωρίς πάντως να δίνει κανένα στοιχείο για τον τρόπο εκτίμησης αυτού του μεγέθους.
Παρά το γεγονός ότι η παρούσα έκθεση είναι υδρολογικού κυρίως χαρακτήρα, ο συντάκτης της θεωρεί ότι οι οικονομικές συνιστώσες ενός τεχνικού προβλήματος έχουν σημασία. Λόγω της διάστασης των σχετικών ισχυρισμών των διαδίκων (20 έναντι 500 εκατομμυρίων δραχμών) κρίθηκε σκόπιμο να διερευνηθεί με βάση αντικειμενικά βιβλιογραφικά στοιχεία η πιθανή οικονομική αξία της λίμνης. Τέτοια στοιχεία αναζητήθηκαν και βρέθηκαν από την Πολιτεία της Μινεσότα των ΗΠΑ, στην οποία υπάρχουν αρκετές χιλιάδες μικρών και μεγάλων λιμνών. Σύμφωνα με μελέτη της Minnesota Pollution Control Agency (1997, σ. 10) η οικονομική σημασία μιας λίμνης εκτιμάται με βάση ένα δείκτη θέσεων εργασίας που μπορεί να προσφέρει η λίμνη. Συγκεκριμένα έχει εκτιμηθεί ότι οι λίμνες δημιουργούν 16.5 θέσεις εργασίας ανά χίλια acres [1 acre (αγγλοσαξονική μονάδα μέτρησης επιφάνειας) = 4047 m2] που ισοδυναμεί με μία θέση εργασίας ανά 245 000 m2 επιφάνειας λίμνης. Η εφαρμογή αυτού του κανόνα στην περίπτωση της λίμνης Ζαραβίνας δίνει 1.2 (πρακτικώς μία) θέση εργασίας για το σύνολο της λίμνης. Κατά συνέπεια, η εκτίμηση του εναγόμενου και τα σχετικά στοιχεία που παραθέτει φαίνεται να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα από αυτή του ενάγοντος. Όπως ειδικότερα θα αναφερθεί στο εδάφιο 4.3, πρόσθετα βιβλιογραφικά στοιχεία δείχνουν ότι λίμνες του μεγέθους της λίμνης Ζαραβίνας δεν προσφέρονται (καθεαυτές) για δραστηριότητες οικονομικής ανάπτυξης.
Ασφαλώς, παρά τη μικρή οικονομική αξία της, η λίμνη και το γύρω περιβάλλον έχει μεγάλη περιβαλλοντική και κυρίως αισθητική αξία. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας Στοιχείων για την Ελληνική Φύση «Φιλότης» του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (Χατζημπίρος κ.α., 2002 και http://www.itia.ntua.gr/filotis/SitesData/AT3012043.pdf) από οικολογικής πλευράς η λίμνη θεωρείται ότι βρίσκεται σε εξαίρετη φυσική κατάσταση και φιλοξενεί αμφίβια, ερπετά και πτηνά. Η κοινωνικο-οικονομική της αξία έγκειται στο γεγονός ότι χαρακτηρίζεται από παραδοσιακή ήπια εκμετάλλευση πόρων, που έχει επιτρέψει τη διατήρηση της πανίδας και έχει προσελκύσει το φυσιολατρικό ενδιαφέρον. Η πλέον σημαντική αξία της λίμνης είναι η αισθητική που στηρίζεται στα ενδιαφέροντα φυσικά, οικολογικά και γεωμορφολογικά στοιχεία, στην ιδιαίτερη φυσική ομορφιά της και το γεγονός ότι αποτελεί σπάνιο τύπο τοπίου.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η μεγάλη περιβαλλοντική και αισθητική αξία της λίμνης προκύπτει ακριβώς από το γεγονός ότι αυτή και το περιβάλλον της έχουν παραμείνει σε φυσική κατάσταση και ότι δεν έχουν εγκατασταθεί εκεί οχλούσες ανθρώπινες δραστηριότητες. Άποψη του συντάκτη είναι ότι η σημερινή φυσική κατάσταση της λίμνης είναι ωφέλιμο για τον τόπο να διατηρηθεί και στο μέλλον.
Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 357 guests και κανένα μέλος